- ἁδρῆς
- ἁδρέωto be full-grownpres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἁδρόςthickfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θεσσαλονίκης, Κρατικό — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1997 και στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο της παλαιάς Μονής Λαζαριστών, ένα καθολικό μοναστήρι του 19ου αι. στο δήμο Σταυρούπολης, στη δυτική Θεσσαλονίκη. Πρόσφατα στο μουσείο απέκτησε ένα χώρο στο λιμάνι της πόλης ενώ… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ουσπένσκι, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Στούπιν, Τούλα 1837 – Πετρούπολη 1889). Ρώσος συγγραφέας. Εξάδελφος του Γκλεμπ Ουσπένσκι, συνέδεσε το όνομά του με τις Μελέτες λαϊκής ζωής (1858) και με άλλα νατουραλιστικά πεζογραφήματα αδρής και σκοτεινόχρωμης περιγραφής της αθλιότητας και της … Dictionary of Greek
πετασματογραφία — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί τα φωτογραφικά είδωλα ειδικών πλακών. Η πετασματογραφική εξέταση γίνεται με ειδικές συσκευές, τα βασικά μέλη των οποίων είναι μια πηγή ακτίνων X, ένα φθορίζον πέτασμα ιδιαίτερης λαμπρότητας και… … Dictionary of Greek